- διαστολικός
- -ή, -ό (AM διαστολικός, -ή, -όν)αυτός που προέρχεται από διαστολή ή αναφέρεται σ' αυτήννεοελλ.εκείνος που αναφέρεται στη διαστολή τής καρδιάς («διαστολική πίεση», «διαστολικός ήχος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.